Τίγρεις και ψιψίνες...

Του Στέφανου Δάνδολου
Την βλέπεις αυτήν εκεί την επιγραφή που λέει «Κουρείον, Παπαδόπουλος και υιοί»; Εδώ είμαστε. Προχώρα προσεχτικά, το πεζοδρόμιο είναι σπασμένο, περίμενε να μπούμε μαζί.

Όπως βλέπεις, δεν είναι σύγχρονο κομμωτήριο. Μια πολυθρόνα, ένας καθρέφτης, μερικά

ψαλίδια, και ο κυρ-Θόδωρος. Ένας εκ των υιών. Ο τελευταίος επιζών της αρχικής δυναστείας των Παπαδοπουλαίων που από το 1936 κούρεψαν γενιές και γενιές.

ΑΕΚτζής ως το κόκκαλο, όπως όλη η οικογένεια. Α, καλώς τον συγγραφέα, μου λέει, ήθελα να σου μιλήσω. Εβδομηντάρης, αλλά καλά στεκούμενος. Σαν δανδής μιας άλλης εποχής. Και πολύ ομιλητικός, γλώσσα δεν βάζει μέσα του, άμα αρχίσει δεν τελειώνει ποτέ.


Το βλέπεις αυτό; μου λέει, σηκώνοντας μια αθλητική εφημερίδα και δείχνοντάς μου το πρωτοσέλιδο. Κοιτάζω: ο Ρέφικ Τζιμπούρ, με την φανέλα της ΑΕΚ, να πανηγυρίζει.Το βλέπεις αυτό; Αυτό είναι ο λόγος που η ΑΕΚ δεν θα ξαναγίνει μεγάλη.


Ο Τζιμπούρ είναι ο λόγος που η ΑΕΚ δεν θα ξαναγίνει μεγάλη; τον ρωτάω απορημένος.Αμέ, αμέ, λέει και μου στρώνει την πετσέτα. Και ξεκινάει: Τόσα χρόνια, αγαπητέ, βλέπαμε την ΑΕΚ να διασύρεται, να βουλιάζει αργά-αργά, να κυλάει στον πάτο. Βλέπαμε αυτήν την ομάδα να μικραίνει, όχι μόνο στο γήπεδο αλλά και έξω από αυτό. Βλέπαμε τα παλτά να αλωνίζουν, τους παιχταράδες να περιδιαβαίνουν το γρασίδι με τα χέρια στην μέση, τους προπονητές να μαθαίνουν στην πλάτη μας και τους παράγοντες, τον κάθε πρόεδρο και τον κάθε αντιπρόεδρο, να τρώνε καρπαζιές από παντού.


Παίρνει μιαν ανάσα, πιάνει το ψαλίδι. Βλέπαμε επίσης φίλε μου τους πάντες να κοιτάζουνε την πάρτη τους. Από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο παίχτη. Η ΑΕΚ να σέρνεται και κείνοι να τραβούνε αγωγές, να προσφεύγουν σε δικαστήρια για δεδουλευμένα, και το χειρότερο, να την κάνουνε σαν κλέφτες μες στη νύχτα, με μισή πρόταση από τις Ονδούρες, από το Μεξικό ή από το Αλμπουκέρκι των ΗΠΑ. Βλέπαμε αγνώστους να καταφτάνουν ως σωτήρες, να μην παίζουν ποτέ ή να παίζουν ελάχιστα, να φεύγουν, και μετά από ενάμισι ή δύο χρόνια, ξεχασμένοι από τον καθένα μας, να κυνηγάνε τα πενήντα ή τα εκατόν πενήντα χιλιάρικα από την άλλη άκρη του κόσμου. Βλέπαμε ακόμα τον Κωστάκη να πηγαίνει στον Ολυμπιακό, τον Γιαννάκη να πηγαίνει στον ΠΑΟΚ, τον Γιωργάκη να πηγαίνει στην ευχή του θεού. Τι δεν είχαμε και τα βλέπαμε όλα αυτά; με ρωτάει ξαφνικά για να δει αν τον παρακολουθώ. Διοίκηση; του λέω. Βαθύτερο, μου κάνει.


Υπόσταση δεν είχαμε. Αν η ΑΕΚ έφτασε εκεί που έφτασε είναι επειδή έχασε σε όλα τα επίπεδα. Έγινε ομάδα όπου ο καθένας μπορούσε πολύ άνετα να προσβάλλει. Γίναμε σαν την γκόμενα που μπορείς να την πηδήξεις όποτε θέλεις, όπου θέλεις, με όποιον τρόπο θέλεις. Και αγωνιστικά και εξω-αγωνιστικά. Ώσπου πέφτουμε τελικά στα χωράφια της Γ' Εθνικής και ξεφορτωνόμαστε επιτέλους τους Γκερέιρους και τα λοιπά φρούτα, και λέμε, Ανάσταση, τώρα από την αρχή, από το μηδέν. Και με την επιστροφή του Τίγρη, που φαίνεται φτιαγμένος, αρχίζουμε να ονειρευόμαστε ξανά, και το βουλώνουμε για κάτι εμφανίσεις σε ρυθμό επιταφίου κόντρα στα μεγαθήρια του υπολοίπου Αττικής, επειδή έχουμε υπομονή, επειδή ο ΑΕΚτζής είναι κατά βάθος πλάσμα ιδιόμορφα μελαγχολικό. Παίρνω όμως τις τελευταίες μέρες τις εφημερίδες και κάτι με ξενίζει, κάτι με χαλάει. Δεν έχω τίποτα με τον Τζιμπούρ, παιχταράς είναι. Όπως παιχταράδες μπορεί να ήταν όλοι τους τελικά, και να μην το δείξανε στην ΑΕΚ. Αυτό που με ενοχλεί... μάλλον με εξοργίζει, για να μην πω, με προσβάλλει σαν ΑΕΚτζή, στο σημείο εκείνο ένιωθα με τρόμο το χέρι του να κλυδωνίζεται ελαφρώς -βλέπεις, είχε πιάσει τους κροτάφους και το ψαλίδι δεν έμοιαζε και πολύ σταθερό, αυτό που με θλίβει πραγματικά είναι ότι όλοι τώρα μυριστήκανε χρήμα και θέλουν να γυρίσουν. Όταν η ΑΕΚ ήταν πεθαμένη, κανείς δεν έδινε δεκάρα. Τώρα που η ΑΕΚ επιστρέφει, νάτοι και οι Τζιμπούρ, νάτοι και οι Κοντοέδες, νάτοι και οι Μπλάνκο, μιλάμε για παρέλαση κατεψυγμένων, για έκθεση απολιθωμάτων. Δεν ξέρω, εσύ είσαι συγγραφέας και φτιάχνεις ιστορίες από το μυαλό σου, αλλά τούτη η ιστορία δεν συγκρίνεται με το πιο ευφάνταστο σενάριο. Τι πρόσφεραν όλοι αυτοί στην ΑΕΚ τότε; Πήραν κάποιο πρωτάθλημα; Την βοήθησαν πραγματικά; Δεν το καταλαβαίνω. Υποτίθεται ότι ξεκινάμε από την αρχή, με νέα πρόσωπα, άφθαρτα, με παίχτες που θέλουν πραγματικά να κάνουν τη διαφορά, και γυρνάμε σε κείνους που συνέδεσαν το όνομά τους με την πιο πληκτική και αδιάφορη περίοδο της ιστορίας μας; Και τι έκαναν οι περισσότεροι μετά την ΑΕΚ; Πού παίζει σήμερα ο Σάχα, πού μεσουρανεί ο Μάκος, πού οργιάζει ο Λεονάρντο, πού σκίζει δίχτυα ο Τζιμπούρ;


Αυτό εδώ -αφήνει το ψαλίδι και πιάνει πάλι την εφημερίδα με το θυμωμένο αλγερινό πρόσωπο- έτσι και γίνει, θα είναι το πρώτο μελανό σημάδι της νέας εποχής. Θα έχει τίτλο, Ο Αετός που Δεν Μπορεί Να Πετάξει. Δε νομίζω να γίνει, του λέω. Είναι απλά ένα δημοσίευμα, δεν σημαίνει τίποτα.


Μακάρι, μου αποκρίνεται ξέπνοος, τα μάτια του θλιμμένα, να προβάλλουν εικόνες άλλων εποχών, ένα σουτ του Νέστορα, μια ντρίπλα του Μίμη, ένα σλάλομ του Πομώνη, μια βαθιά μπαλιά του Λαβαρίδη.


Μακάρι, λέει ξανά. Θέλω να πιστεύω ότι ο εγωισμός και η αξιοπρέπεια είναι ακόμη εδώ κι ας ξεχνιούνται όλα τόσο γρήγορα στις μέρες μας. Και θέλω επίσης να πιστεύω ότι οι μανατζαραίοι έχουν απέναντι τους ένα τίγρη και όχι ψιψίνες, όπως τόσα χρόνια. Πιέζουν για να βρουν ομάδες οι πελάτες τους; Καλά κάνουν. Αλλά όχι εδώ. Μακριά από μας. Το παρελθόν ανήκει στο παρελθόν.


Φεύγοντας τον είδα να στέκεται πίσω από την μικρή θολή τζαμαρία του και να ατενίζει το σπασμένο πεζοδρόμιο. Τα χέρια του ήταν γεμάτα κόμπους, έτρεμαν ακόμη, η πλάτη του κυρτωμένη. Αλλά ήταν όρθιος, στις επάλξεις μιας δυναστείας που έχει φθαρεί, αρνούμενος να συνθλιβεί από την λαίλαπα των καιρών. Εγωισμός; Αξιοπρέπεια; Ίσως.


Όμως η εικόνα μού έβγαλε κάτι βαθύτερο. Το πεζοδρόμιο είχε σπάσει και το '74 και φτιάχτηκε, είχε σπάσει και το '87 και φτιάχτηκε, είχε σπάσει και το 2001 και φτιάχτηκε. Το «Κουρείον Παπαδόπουλος και Υιοί» υπήρχε εκεί πάντοτε, αψεγάδιαστο μέσα στην ταπεινή μεγαλοπρέπειά του.


Λίγο πριν αποστρέψω το βλέμμα μου, ένας νεαρός μπήκε στο μαγαζί, φίλησε τον κυρ-Θόδωρο και φόρεσε την λευκή ρόμπα. Όχι, δεν ήταν ο Τζιμπούρ, αλλά ένα άφθαρτο πρόσωπο, ο εγγονός του ίσως. Η χρυσή αλλαγή που πιστοποιεί ότι το μαγαζί δεν θα πάψει να υπάρχει ποτέ, όσες φορές κι αν ξανασπάσει το πεζοδρόμιο.


coppa.gr/

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια